- συγκομιδή
- η1) уборка урожая;
στη συγκομιδή — во время уборки урожая;
2) урожай;3) перен. накопление, обогащение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στη συγκομιδή — во время уборки урожая;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκομιδῇ — συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδή — gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδή — η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α [συγκομίζω] συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που… … Dictionary of Greek
συγκομιδή — η 1. συγκέντρωση και αποθήκευση γεωργικών προϊόντων: Δεν άρχισε ακόμη η συγκομιδή των καρπών. 2. το σύνολο των καρπών που συγκομίζονται: Φέτος ήταν πλούσια η συγκομιδή. 3. γενικά συλλογή και αποταμίευση, θησαύρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυγκομιδῇ — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκομιδή — συγκομιδή , συγκομιδή gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδῆι — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδαῖς — συγκομιδή gathering in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδαί — συγκομιδή gathering in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδῆς — συγκομιδή gathering in fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδήν — συγκομιδή gathering in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)